Ιωάννα Μπουραζοπούλου | Συνέντευξη


Φωτογραφία: Γιώργος Μαυρόπουλος


Από πού εμπνευστήκατε τον «Δράκο της Πρέσπας» και ειδικότερα το πρώτο μέρος της τριλογίας αυτής, την «Κοιλάδα της λάσπης»; Από πού αντλείτε έμπνευση για τα βιβλία σας;

«Ο Δράκος της Πρέσπας» είναι ένα παραμύθι για σύνορα και όρια κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας. Μια λίμνη ενώνει χωρίζοντας και χωρίζει ενώνοντας τρεις μικρές χώρες, οι κάτοικοι των οποίων βασανίζονται από την ίδια εσωτερική αντίφαση που καλούνται να υπερασπιστούν. Αν αυτό δεν είναι «δράκος», τότε τι είναι; Η κοινωνική μεταβολή που συντελείται τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, της ευρωπαϊκής κρίσης, της διεθνούς πολιτικής κρίσης και της προσφυγικής κρίσης, που αυτή προκάλεσε, δοκιμάζει τις αντοχές των συνόρων, εσωτερικών και εξωτερικών, υπαρξιακών και γεωγραφικών. Τις ίδιες αντοχές πραγματεύεται και το βιβλίο, τη σκοπιμότητα των ορίων, το πώς καθορίζουν τον τρόπο σκέψης μας, χωρίζοντας τους δικούς από τους ξένους, το αποδεκτό από το απαράδεκτο, το οικείο από το απειλητικό, το πόσο αυθόρμητοι ή επιβεβλημένοι είναι όλοι οι παραπάνω διαχωρισμοί, το πού τελειώνει η πεποίθηση και πού αρχίζει η ψευδαίσθηση, αλλά και το πόσες άδηλες συνοριακές γραμμές χαράσσονται πίσω από μια θεσμοθετημένη. Με λίγα λόγια, έμπνευση μου προσφέρει η πραγματικότητα, όπως εγώ την έχω αφομοιώσει.



Πόσο αλληγορικό είναι το νέο σας βιβλίο; Είναι η «Κοιλάδα της λάσπης» η χώρα μας, έτσι όπως τη ζούμε σήμερα; Αν ναι, τι συμβολίζει η βροχή;

Προσπαθώ να αποφεύγω τις περιοριστικές ερμηνείες, κυρίως από σεβασμό προς την αλήθεια, γιατί κανένα φαινόμενο ή συναίσθημα δεν θεωρώ αυτόνομο και αυτοτελές. Είμαστε προϊόντα πολλαπλών επιδράσεων και οι συμπεριφορές μας υπαγορεύονται από ένα τεράστιο φάσμα αναγκών, αρκετές από τις οποίες αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε ως ανάγκες ή να αποδεχτούμε ότι μεταβάλλονται. Οι περιοριστικές ερμηνείες λειτουργούν καλά στην επιστήμη, που απαιτεί ξεκάθαρη ταξινόμηση και μετρήσιμα αποτελέσματα, λειτουργούν καλά και στην αγορά, γιατί οι εννοιολογικές συντομεύσεις της γλιτώνουν χρόνο, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι λειτουργούν εξίσου καλά στη λογοτεχνία. Θα απαντήσω λοιπόν ότι η βροχή που περιγράφεται στο βιβλίο, με τον βίαιο και αιφνίδιο χαρακτήρα της, διαλύει τη συνοχή του εδάφους, προκαλώντας καθιζήσεις κτηρίων και μετατοπίσεις βουνών. Οι κάτοικοι κυριολεκτικά χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Η γη, στην οποία στήριζαν το σώμα, άρα και την υπόστασή τους, βουλιάζει, το εύφορο χώμα γίνεται λάσπη, γίνεται τέλμα πυκνό και κολλώδες, που εμποδίζει την κίνηση, τη δράση, ακόμη και τη γόνιμη σκέψη. Οι ερμηνείες δικές σας.

© Προσωπικό αρχείο Ι.Μ.: Πρέσπες. Στο βάθος το τριεθνές (ΠΓΔΜ, Αλβανία, Ελλάδα). Στο σημείο αυτό βρίσκεται στο βιβλίο η καλύβα του Λέανδρου. Η συγγραφέας σχεδιάζει την "Κοιλάδα της λάσπης".

Στο βιβλίο σας υπάρχουν πολλές ομάδες που κατοικούν στην «Κοιλάδα της λάσπης» και προσπαθούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο του Δράκου. Αυτή που ξεχωρίζει, ωστόσο, είναι η ομάδα των πεζογραμμάτων, που πιστεύουν ότι η λύση του μυστηρίου του Δράκου μπορεί να ανευρεθεί μόνο μέσα από την ανάγνωση της ραψωδίας λ (Νέκυια) της Οδύσσειας, όπου ως γνωστόν ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη. Γιατί η εν λόγω ομάδα είναι η πρωταγωνιστική; Υπάρχει κάποιος συμβολισμός στα παραπάνω;
 

Στην ραψωδία λ το καράβι των συντρόφων του Οδυσσέα φτάνει στη χώρα των Κιμμέριων, που τη σκεπάζουν πάντα πυκνά κι αδιαπέραστα νέφη, κάτι σαν τον ουρανό της Πρέσπας στο βιβλίο. Ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη και συνομιλεί με τους ήρωες του προηγούμενου έπους, τον Αχιλλέα, τον Αγαμέμνονα, τον Αίαντα, τον Ηρακλή, τους θρυλικούς μαχητές της Ιλιάδας, θλιβερές σκιές του Κάτω Κόσμου πλέον. Συχνά αναρωτιέμαι αν το καράβι του Οδυσσέα δεν εγκατέλειψε ποτέ τη γη των Κιμμέριων, αν έμεινε αγκυροβολημένο στον κόσμο των Αναμνήσεων και η επιστροφή στην Ιθάκη δεν είναι παρά ευσεβής πόθος και οραματικός στόχος. Είμαστε μια χώρα νεκρών ηρώων και βασιλιάδων, που αντλεί την αυτοεκτίμησή της από το ένδοξο παρελθόν και εκεί εναποθέτει όλες της τις ελπίδες. Απασχολημένοι να αποδείξουμε τι ήμασταν κάποτε, δεν βλέπουμε τι είμαστε τώρα: ένα καράβι γεμάτο τσακισμένους συντρόφους, που θαλασσοδέρνεται από νησί σε νησί, αναζητώντας μια ολοένα και πιο μακρινή Ιθάκη. Στην ίδια νοητική παγίδα φοβάμαι πως έχουν πέσει και οι γείτονές μας.

Το θέμα του θανάτου επανέρχεται στο έργο σας. Στην «Ενοχή της αθωότητας» ο θάνατος ήταν ο πρωταγωνιστής. Είναι μία από τις συγγραφικές σας εμμονές;
Πολύ πιθανό, δεν το είχα σκεφτεί, βέβαια με άλλο εννοιολογικό περιεχόμενο κάθε φορά. Στην «Ενοχή της Αθωότητας» ο θάνατος έχει περισσότερο τη μορφή του πνευματικού σκοταδισμού, της εθελοτυφλίας που γίνεται συχνά το εφαλτήριο της ανάπτυξης  – καμία έκπληξη εκεί. Στο «Δράκο της Πρέσπας» μοιάζει μάλλον με στοιχειό της μνήμης και γητειά της φρίκης.

Γράφετε σε κάποιο σημείο του βιβλίου: «Όταν η λάσπη κλείνει όλα τα περάσματα, κάνε την ακινησία σου λέξεις [...] κι αν οι λέξεις που ξέρεις δεν επαρκούν, επινόησε τις λέξεις που χρειάζεσαι, δώσε τους τον ρυθμό και τη δύναμη που σου λείπει. Πατώντας στις καινούργιες λέξεις θα βγεις από το τέλμα». Είναι αναγκαίο να φτάσει κανείς σε τέλμα, για να επινοήσει κάτι νέο ή να εκφραστεί συγγραφικά; 
Φυσικά και όχι, αλλά σε συνθήκες τέλματος η ανάγκη ανανέωσης γίνεται επιτακτική. Κάτω από την πολυσυζητημένη κρίση θεσμών και ιδεολογιών, που απασχολεί όλους μας σήμερα, συντελείται αθόρυβα η τόσο οδυνηρή, για τους καλλιτέχνες του λόγου, κρίση των  λέξεων. Οι λέξεις είναι τα εργαλεία της δουλειάς μας. Αν αποσχισθούν από τις έννοιες που αποδίδουν, αν χάσουν την ουσία και τη φρεσκάδα τους, το κείμενο πεθαίνει. Η κρίση υπήρξε διαβρωτική σε όλα τα επίπεδα και όπως η πολιτική αναζητά νέες ιδεολογίες, η οικονομία νέους συναλλακτικούς κανόνες και οι κοινωνικές ομάδες νέες συμφωνίες, η λογοτεχνία ψάχνει απεγνωσμένα μια καινούργια γλώσσα.

Έχουν πει ότι με τα βιβλία σας μεταφέρετε το γοτθικό μυθιστόρημα στη Βαλκανική. Είναι έτσι; Έχετε επηρεαστεί από το γοτθικό μυθιστόρημα;

Έχω «ζήσει» το γοτθικό μυθιστόρημα. Για μένα είναι βίωμα, όχι απλώς ανάγνωσμα. Πέρασα μέρος της παιδικής μου ηλικίας στην Αγγλία, εξαιτίας υπηρεσιακής μετάθεσης του πατέρα μου. Είχα μόλις τελειώσει την πρώτη δημοτικού στην Αθήνα, μια τάξη πληκτική, που ελάχιστα προκάλεσε το πνεύμα μου και βρέθηκα στο Λονδίνο, σε ένα δημόσιο σχολείο που ενθάρρυνε τη δημιουργική φαντασία, την ελεύθερη σκέψη και την πρωτότυπη έκφραση. Άκουγα μαγεμένη ιστορίες για μυστηριώδεις πύργους, φαντάσματα, στοιχειωμένες γέφυρες, ξωτικά και πειρατές. Τις αφηγούμουν, τις ζωγράφιζα, τις αναπαριστούσα θεατρικά. Μέχρι σήμερα αντλώ έμπνευση από τις στιγμές συγκίνησης και έξαψης που έζησα σ’ εκείνη την τάξη. Δύο χρόνια μετά, η οικογένειά μου επέστρεψε στην Ελλάδα και εγώ προσγειώθηκα στην τετάρτη δημοτικού και ξαναμπήκα στη λογική της αποστήθισης, στο τυποποιημένο γράψιμο γεμάτο ηθικοπλαστικά μηνύματα και εθνικοπατριωτικές κορώνες, στην ανιαρή περιγραφή της καθημερινότητας. Απορείτε που δεν ανθεί η λογοτεχνία του φανταστικού στη χώρα μας; Με την εκπαίδευση που έλαβε η γενιά μου είναι απορίας άξιο το πώς έχουμε φαντασία καν!

© Προσωπικό αρχείο Ι.Μ.: Η συγγραφέας στη Λυών
με τον Γάλλο μεταφραστή της, Michel Volkovitch
Ποια θεωρείτε ότι ήταν τα στοιχεία στο βιβλίο «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ» που «μίλησαν» στους Άγγλους εκδότες και στους Άγγλους αναγνώστες; Πόσο δύσκολο ήταν το εγχείρημα για το συγκεκριμένο βιβλίο; Πόσο δύσκολο είναι για έναν Έλληνα συγγραφέα να μεταφραστεί στα αγγλικά και ποια στοιχεία, κατά τη γνώμη σας, πρέπει να περιέχει (ή να μην περιέχει) ένα βιβλίο, για να μιλήσει στο παγκόσμιο κοινό;
Αν ήξερα την απάντηση σε αυτήν την ερώτηση να είστε σίγουρος ότι θα την πουλούσα πολύ ακριβά. Δεν έχω ιδέα τι τράβηξε το ενδιαφέρον των ξένων εκδοτών, όπως παραμένει ένα μυστήριο για μένα το τι τραβάει την προσοχή του παγκόσμιου αναγνωστικού κοινού κάθε φορά. Τα διεθνή best-seller αποτελούν ένα ανεξήγητο αίνιγμα. Και τα ελληνικά best-seller εδώ που τα λέμε. Από τη στιγμή που δεν έχω εντρυφήσει στο θέμα μπορώ να κάνω μόνο εικασίες, που σημαίνει ότι θα προσπαθήσω να εξάγω έναν κανόνα από ένα μεμονωμένο αποτέλεσμα, οπότε είναι προτιμότερο να εμπιστευτείτε την άποψη κάποιου ειδικού που παρακολουθεί τις παγκόσμιες τάσεις.

Αν σας ζητούσαν να διαλέξετε ένα από τα βιβλία σας, για να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη, ποιο θα ήταν αυτό και γιατί;

«Το Μπουντουάρ του Ναδίρ» μάλλον, για να παρακολουθήσω το εκκεντρικό καλλιτεχνικό του πρόγραμμα και να βιώσω τα συγκλονιστικά συναισθήματα, που διαβεβαιώνει το βιβλίο ότι αισθάνονταν οι θεατές.

Έχετε γράψει και ένα βιβλίο για παιδιά, «Το ταξίδι των τρολ». Είναι πιο απαιτητική η παιδική λογοτεχνία;


Είναι πιο απελευθερωτική. Πρώτη φορά έγραψα μια φανταστική ιστορία χωρίς να απασχοληθώ με το αν ακούγεται πιστευτή και χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσω κάθε μου επιλογή.

Έχω ακούσει να λένε για σας ότι θα ήσασταν η μόνη συγγραφέας που θα μπορούσε να είχε γράψει το Χάρι Πότερ καλύτερα και με περισσότερη φαντασία από τη Rowling. Έχετε διαβάσει τα βιβλία της Rowling για τον μικρό μάγο και αν ναι, ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτά;
Διάβασα όλη τη σειρά στο πρωτότυπο με μεγάλη καθυστέρηση και αφού είχα δει τις ταινίες. Έτσι, δεν είχα αγωνία για την εξέλιξη και μπόρεσα να απολαύσω το κείμενο. Με μάγεψε η ατμόσφαιρα, γιατί το στόρι απευθύνεται περισσότερο σε εφηβικό κοινό. Θαύμασα την ολοκληρωμένη σύλληψη της συγγραφέως και νοστάλγησα τα παιδικά μου χρόνια στην Αγγλία. Δεν είμαι η πιο αντικειμενική κριτής για τέτοια βιβλία. Όπως σας εξήγησα, οι μάγοι, τα φαντάσματα και οι στοιχειωμένοι πύργοι αποτελούν τρυφερά παιδικά μου βιώματα.

Από το πάντρεμα της φανταστικής λογοτεχνίας με το μυστήριο, ιδίως στο «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ» και στην «Κοιλάδα της λάσπης», θα έλεγε κανείς ότι σας αρέσουν τα μυθιστορήματα μυστηρίου. Είναι έτσι;

Με γοητεύουν τα μυστήρια και ως συγγραφέα και ως αναγνώστρια. Είναι ο πιο ωραίος τρόπος να έρθουν κοντά οι δύο αυτοί πόλοι της δημιουργίας. Το μυστήριο προκαλεί τον αναγνώστη να γίνει δημιουργός, να συμπληρώσει μόνος του τα κενά, να ξεδιαλύνει το γρίφο. Ταυτόχρονα υποχρεώνει τον συγγραφέα να αφήσει χώρο για την έρευνα του αναγνώστη, ώστε να ανταλλάσσουν συνωμοτικά βλέμματα κατά τη διάρκεια της πλοκής και να συναντηθούν στη λύση.

Με την κατάσταση που βιώνει η χώρα επιθυμήσατε καθόλου να αποδράσετε;
Μάλλον έπιασα τον εαυτό μου να λαχταρά να ανακαλύψει μια καινούργια χώρα μέσα σ’ αυτή που ζει. Ποτέ δεν ένιωσα λιγότερη επιθυμία να φύγω, γιατί ήμουν σίγουρη πως «η πόλις θα μ’ ακολουθεί».

Θα μας περιγράψετε με λίγα λόγια τα επόμενα δύο βιβλία της τριλογίας; Που θα διαδραματίζονται;

Τα βιβλία είναι όσες και οι όχθες της τριεθνούς λίμνης Πρέσπας. Η «Κοιλάδα της Λάσπης» διαδραματίζεται στη νότια όχθη, την Ελληνική. Ο δεύτερος τόμος, που δουλεύω τώρα, περιγράφει τη δρακολογική πραγματικότητα της ανατολικής όχθης (πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας) και ο τρίτος, της δυτικής (Αλβανία).  Τρεις μικρές χώρες, ένας κοινός δράκος. Η μοίρα των μικρών χωρών είναι να μοιάζουν σε αυτά ακριβώς που φαντασιώνονται ότι διαφέρουν. Είναι τρία ξεχωριστά παραμύθια που ελπίζω, εύχομαι και ονειρεύομαι πως όταν διαβαστούν συνδυαστικά θα σχηματίσουν ένα τέταρτο, αλλά ας σταματήσω εδώ, γιατί το έργο ακόμη εξελίσσεται μέσα μου.






Διαβάστε
για την συγγραφέα.





Διαβάστε στο Proust & Kraken την παρουσίαση 
του τελευταίου βιβλίου της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, 
«Η Κοιλάδα της Λάσπης»


Ετικέτες