Το φως ανάμεσα στους ωκεανούς της Μ.Λ. Στέντμαν




Μετάφραση: Νίνα Μπούρη
Σελ.: 477
Εκδόσεις Πατάκη
Εξώφυλλο: Νίκος Κράψης

«ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΤΟ ΘΑΥΜΑ, η Ίζαμπελ ήταν γονατισμένη στην άκρη του γκρεμού, φροντίζοντας τον μικρό καινούριο σταυρό από ξεβρασμένο ξύλο. Ένα παχύ σύννεφο σερνόταν σαν σαλιγκάρι στον απριλιάτικο ουρανό που ανοιγόταν πάνω από το νησί κατοπτρίζοντας τον ωκεανό. Η Ίζαμπελ ράντισε με νερό και πάτησε το χώμα γύρω από το δεντρολίβανο που είχε μόλις φυτέψει».


Ποια είναι τα συστατικά που κάνουν ένα βιβλίο καλό; Ποια είναι η μυστική εκείνη συνταγή που κάνουν τα υλικά να δένουν ιδανικά μεταξύ τους, ώστε να ανυπομονείς να το ανοίξεις, για να δεις τι θα γίνει παρακάτω; Ας ξεκινήσουμε με μία πρώτη καταγραφή τους: αγάπη που δοκιμάζεται, ηθικά διλήμματα, ιστορικό φόντο, ζωντανοί χαρακτήρες, με τους οποίους ταυτίζεσαι, κινηματογραφική, προσεγμένη γραφή και μία πλοκή που σε κρατά κυριολεκτικά από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα (υπήρχαν στιγμές που νόμιζα ότι διάβαζα αστυνομικό μυθιστόρημα). Όλα αυτά και άλλα πολλά διαθέτει το «Φως» της Μ.Λ. Στέντμαν. Κάπου στα μισά του βιβλίου έπιασα τον εαυτό μου ν’ ανυπομονεί να γυρίσει στο σπίτι, για να το διαβάσει, ενώ, επίσης, με το βιβλίο αυτό θυμήθηκα μια παλιά, καλή μου συνήθεια: μια μαγική περίοδο της ζωής μου, όταν είχα περισσότερο χρόνο, διάλεγα ήσυχα μέρη, για ν΄αποτραβηχτώ και να διαβάσω αγαπημένα βιβλία. Το «Φως» λοιπόν με οδήγησε, πριν λίγες μέρες, στο υπέροχο Βυζαντινό Μουσείο και στο όμορφο café του, θυμίζοντάς μου εκείνη την όμορφη συνήθεια.

© Neil Gower

Η ιστορία έχει ως εξής:

Ο Toμ Σέρμπουρν βρίσκει δουλειά ως φαροφύλακας στο Τζέινους Ροκ, ένα μικρό νησάκι στη νότια Αυστραλία, εκεί όπου ο Νότιος ωκεανός ενώνεται με τον Ινδικό.  Είναι λίγο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Τομ έχει επιβιώσει από τις μάχες στη Γαλλία, οι σύντροφοί του όχι. Οι τύψεις για το γεγονός ότι επέζησε, η αίσθηση ότι ξεγέλασε τον θάνατο, αλλά και τους συντρόφους του που έπεσαν στο πεδίο της μάχης θα τον συντροφεύουν μέχρι το τέλος.

© Geoffrey Whiteway

«Το 1914 ήταν μόνο σημαίες και η μυρωδιά του καινούριου δέρματος πάνω σε στολές. Πέρασε ένας χρόνος για να αρχίσει η ζωή να φαίνεται αλλιώτικη -να φαίνεται σαν να μην ήταν πια και τόσο ξεκομμένη- τότε που οι γυναίκες αντί να δέχονται πίσω τους πολυαγαπημένους γεροδεμένους συζύγους κα τους γιους τους, άρχισαν να λαμβάνουν τηλεγραφήματα. Κάτι κομμάτια χαρτί που έπεφταν από τρεμάμενα χέρια και παρασέρνονταν από τον αέρα που έκοβε σαν ξυράφι, κι έγραφαν ότι το αγόρι που βύζαξες, έπλυνες, λάδωσες κι έκλαψες γι’ αυτό ήταν – ή, μάλλον, δεν ήταν. Το Παρταζέζ ήρθε στον κόσμο όψιμα, με επώδυνη γέννα.»

Γνωρίζει και παντρεύεται την Ίζαμπελ και ζουν αγαπημένοι στην απομόνωση που τους χαρίζει το μικρό νησί. Οι δυο τους αποτελούν τους μοναδικούς κατοίκους του Τζέινους Ροκ. Οι προσπάθειές τους να κάνουν παιδί αποτυγχάνουν η μία μετά την άλλη. Οι αποβολές και η γέννηση ενός νεκρού παιδιού θα κλονίσουν την ισορροπία του ζευγαριού και θα δοκιμάσουν την αγάπη τους. Μέχρι που μια μέρα, μια βάρκα θα πλησιάσει την ακτή του νησιού, ένα φως ανάμεσα από τους δύο ωκεανούς, με επιβάτες της έναν νεκρό νεαρό άντρα κι ένα μωράκι λίγων μόλις μηνών και ζωντανό. Η Ίζαμπελ, τσακισμένη από τις αποβολές και τη γέννηση του νεκρού αγοριού της, θα δει το μωρό ως απάντηση του Θεού στις προσευχές της, ενώ ο Τομ θα ενδώσει στην επιθυμία της γυναίκας του να κρατήσουν για λίγο καιρό το μωρό κοντά τους. Έτσι κι αλλιώς το πλοίο που ενώνει το Τζέινους Ροκ με την Αυστραλία περνάει κάθε λίγους μήνες, οπότε έχουν ένα μικρό περιθώριο να νιώσουν πώς θα ήταν η ζωή τους αν είχαν καταφέρει να γίνουν γονείς.

© Geoffrey Whiteway


«Σε ένα στάδιο πριν από τις λέξεις, με μια άλλη γλώσσα πλάσματος προς πλάσμα, μαλακώνοντας τους μυς του, χαλαρώνοντας τον αυχένα του, το μωρό τής έδειξε την εμπιστοσύνη του. Αφότου βρέθηκε τόσο κοντά στα χέρια του θανάτου, τώρα η ζωή συγχωνευόταν με τη ζωή, σαν νερό που σμίγει με νερό.
Η Ίζαμπελ είχε κατακλυστεί από συναισθήματα: δέος μπροστά στη σφιχτή λαβή των μικροσκοπικών χεριών που άδραχναν το δάχτυλό της. Θυμηδία μπροστά στο γλυκό ποπουδάκι που δεν είχε ξεχωρίσει ακόμα ολότελα από τα ποδαράκια. Ευλάβεια μπροστά στην ανάσα που έπαιρνε από τον γύρω αέρα και τη μετέτρεπε σε αίμα και ψυχή. Και κάτω από όλα αυτά βούιζε ο σκοτεινός, κενός πόνος».


Η ζωή, ωστόσο, έχει τα δικά της σχέδια που, όπως συμβαίνει και στην πραγματικότητα, θα συγκρουστούν με τα σχέδια και τα όνειρα των ηρώων του βιβλίου. Το ίδιο το νησί και οι ακραίες καιρικές συνθήκες σ’ αυτό (ένα μικρό βραχάκι που το μαστιγώνουν ο ήρεμος Ινδικός και ο άγριος Νότιος ωκεανός), τα τραύματα του Τομ από τον Μεγάλο Πόλεμο και οι σχέσεις με την οικογένειά του, η κλονισμένη ψυχικά Ίζαμπελ και η πραγματική ταυτότητα του παιδιού και των φυσικών γονιών του, σε συνδυασμό με μία τυχαία συνάντηση κάπου στο παρελθόν μεταξύ της πραγματικής μητέρας του παιδιού και του Τομ, ακόμη και μία ασημένια κουδουνίστρα που αποτελεί το αντικείμενο, που θα επηρεάσει καταλυτικά τις ζωές όλων των χαρακτήρων, οδηγούν την αγωνία στα άκρα και χαρίζουν απλόχερα στον αναγνώστη (είτε έχει παιδί, είτε όχι) στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης και μεγάλης αγωνίας. Εκτός του Τομ και της Ίζαμπελ παρελαύνουν διάφοροι χαρακτήρες, όλοι κάτοικοι του Κάβο Παρταζέζ, που  επηρεάζουν -άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο- τις τύχες των ηρώων και κυρίως του μικρού παιδιού, της Λούσυ-Γκρέις.

«Η πόλη καλύπτει με ένα παραπέτασμα ορισμένα γεγονότα. Είναι μια κλειστή κοινωνία όπου όλοι ξέρουν ότι μερικές φορές μια συμφωνία να ξεχάσεις είναι εξίσου σημαντική με μια υπόσχεση να θυμάσαι. Τα παιδιά μεγαλώνουν χωρίς να μάθουν για το νεανικό σφάλμα του πατέρα τους ή για το νόθο αδελφάκι που μένει πενήντα χιλιόμετρα μακριά και έχει το όνομα ενός άλλου άντρα. Ιστορία είναι αυτό που συμφωνείται κοινή συναινέσει».
Στις ψυχές τους δε κατοικοεδρεύει ο πόνος που τους άφησε ο πόλεμος:  σε κάθε οικογένεια υπάρχει και ένας τουλάχιστον νεκρός.

© Samantha S

«Την προηγούμενη φορά που ήρθε η Ίζαμπελ στο σπίτι που μεγάλωσε, είχε θυμηθεί το σκοτάδι που είχε πέσει με τους θανάτους των αδελφών της, την απώλεια που είχε ποτίσει ολόκληρη τη ζωή της μητέρας της σαν κηλίδα. Δεκατετράχρονη τότε, η Ίζαμπελ είχε ψάξει στο λεξικό. Ήξερε ότι όταν μια γυναίκα χάνει τον σύζυγό της υπάρχει μια πέρα για πέρα καινούρια λέξη για να την περιγράψει: ήταν πλέον χήρα. Ο σύζυγος γινόταν χήρος. Αλλά όταν ένας γονιός χάνει το παιδί του δεν υπάρχει ξεχωριστός χαρακτηρισμός για να τον περιγράψει. Εξακολουθούσε να είναι μητέρα ή πατέρας, ακόμα κι αν δεν είχε πια γιο ή κόρη. Αυτό της φαινόταν περίεργο. Όσο για τη δική της θέση, αναρωτήθηκε εάν τυπικά εξακολουθούσε να θεωρείται αδελφή, τώρα που είχαν πεθάνει οι λατρεμένοι αδελφοί της».

Η συγγραφέας τα καταφέρνει περίφημα, αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για το πρώτο της βιβλίο, παρόλο που σε αρκετά σημεία γίνεται ιδιαίτερα συναισθηματική (καμιά φορά στα όρια του μελοδραματισμού). Προσωπικά δεν με πείραξε, αφού είναι τόσο καλά σκιαγραφημένοι οι χαρακτήρες, τόσο σφιχτοδεμένη η πλοκή και τόσο ρεαλιστικό το τέλος του βιβλίου, που ο αναγνώστης ξεχνά τα σημεία αυτά (πρώτο βιβλίο είναι άλλωστε, ας μην είμαστε αυστηροί). Άλλωστε, αυτό που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας και την τελευταία σελίδα του είναι ότι η αγάπη που νιώθουμε παραμένει, είτε οι άνθρωποι που αγαπάμε είναι κοντά, είτε μακριά. Γι’ αυτό και το ρήμα «αγαπώ» θα έπρεπε να χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα, είτε μιλάμε για το παρελθόν είτε για το παρόν.






Η συγγραφέας 


Η Μ.Λ. Στέντμαν
γεννήθηκε στην Αυστραλία, ενώ μένει μόνιμα στο Λονδίνο. Το «Φως» είναι το πρώτο της βιβλίο που μεταφράζεται ήδη σε πάνω από 35 γλώσσες. Αυτή την περίοδο γυρίζεται ταινία από τον Derek Cianfrance και την Dreamworks με τους Michael Fassbender και την Αlicia Vikander στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.



Εξώφυλλα απ’ όλο τον κόσμο

 






Έγραψαν για το βιβλίο

  1. Tough to shake off: http://www.usatoday.com/story/life/books/2013/06/28/light-between-oceans-is-tough-to-shake-off/2470565/
  2. The light between oceans: http://www.smh.com.au/entertainment/books/the-light-between-oceans-20120414-1x05y.html

Ετικέτες ,