Η ταβέρνα της Τζαμάικας της Daphne Du Maurier




Mετάφραση: Άννα Παπασταύρου
Σχεδιασμός Εξωφύλλου: Θάνος Κακολύρης
Eκδόσεις Παπαδόπουλος
Σελ. 350

«Ήταν μια γκρίζα παγωμένη μέρα, στα τέλη του Νοέμβρη. Ο καιρός είχε αλλάξει μέσα σε μια νύχτα, κι ο άνεμος είχε φέρει μαζί του έναν μολυβένιο ουρανό κι ένα αδιάκοπο ψιλόβροχο, και παρόλο που δεν ήταν καλά καλά δύο το απόγευμα, το χλωμό χειμωνιάτικο σούρουπο έμοιαζε να πλησιάζει τους γύρω λόφους, τυλίγοντάς τους στην καταχνιά. Μέχρι τις τέσσερις θα είχε σκοτεινιάσει. Ο αέρας ήταν υγρός και παγωμένος, και παρά τα σφαλισμένα παράθυρα, τρύπωνε μέσα στην άμαξα. Η υγρασία στα πέτσινα καθίσματα γινόταν αισθητή με το άγγιγμα, και πρέπει να υπήρχε μια χαραμάδα στην οροφή, γιατί πού και πού οι στάλες της βροχής έπεφταν απαλά στο εσωτερικό, μουσκεύοντας το δέρμα κι αφήνοντας έναν σκούρο λεκέ, σαν μελάνι πιτσιλισμένο. Με τις ριπές του ανέμου η άμαξα κλυδωνιζόταν στις στροφές του δρόμου, και στα ακάλυπτα σημεία της διαδρομής φυσούσε με τέτοια ένταση, που όλη η καρότσα έτρεμε και ταλαντευόταν, ανάμεσα στις ψηλές της ρόδες, σαν μεθυσμένη».


Είναι μερικοί συγγραφείς που όποιο βιβλίο τους κι αν πιάσεις δεν υπάρχει περίπτωση να απογοητευτείς, αφού θα βρεις τα στοιχεία εκείνα που σε έκαναν να τους λατρέψεις από την πρώτη στιγμή. Η Daphne du Maurier είναι από τις λίγες αυτές συγγραφείς που μου αρκούν λίγες μόνο γραμμές από τα βιβλία της, για να ονειρευτώ ότι πήγα ξανά στο Μanderley και στους σκοτεινούς διαδρόμους του (Ρεβέκκα, Καστανιώτης), για να τρέξω στα κανάλια της Βενετίας για να βρω το κορίτσι με το κόκκινο παλτό (Μετά τα Μεσάνυχτα, Νεφέλη) ή για να ταξιδέψω με μια άμαξα στην Κορνουάλη και να φτάσω μέσα από τους βαλτότοπους στην Ταβέρνα της Τζαμάικας, ενώ η καταιγίδα μαίνεται.

storm
© FelixMittermeier


«Ποτέ δε θα είχε καλό καιρό εκεί, σκέφτηκε η Μαίρη. Είτε θα είχε βαρυχειμωνιά όπως σήμερα, είτε ξερή κι αποπνικτική ζέστη, όπως το κατακαλόκαιρο, χωρίς μια κοιλάδα για σκιά ή καταφύγιο, μονάχα χορτάρι, που, πριν καλά καλά βγει ο Μάης, θα κιτρίνιζε και θα ξεραινόταν. Με τέτοιον καιρό όλος ο τόπος είχε βαφτεί γκρίζος. Ακόμα κι ο κόσμος στον δρόμο και στα χωριά άλλαζε, για να ταιριάξει με το περιβάλλον.»

Το 1990 ήταν η πρώτη φορά που διάβασα το “Jamaica Inn” και μάλιστα αναγκαστικά, αφού ήταν το βιβλίο πάνω στο οποίο θα εξεταζόμασταν για το πρώτο πτυχίο των Αγγλικών. Kαι παρά το γεγονός ότι το διάβασα σε άλλη γλώσσα, το βιβλίο με συγκλόνισε από την πρώτη στιγμή. Θυμάμαι από τότε αυτή την αίσθηση του κινδύνου, της απροσδιόριστης απειλής και του κακού που είναι διάσπαρτη στις σελίδες του · σελίδες ποτισμένες στη βροχή, στην υγρασία από το άγριο και απόκοσμο τοπίο της μαγικής Κορνουάλης, τόπο σκοτεινό, γεμάτο θρύλους και δοξασίες, τόπο διάσημο λογοτεχνικά εξαιτίας της πένας της σπουδαίας αυτής Αγγλίδας και που παρόλο που γράφτηκε τη δεκαετία του 30 (ήταν μόλις 29 ετών όταν το έγραψε!) μπορεί να μαγεύει το ίδιο έναν σύγχρονο αναγνώστη, αφού όπως όλα τα αριστουργήματα αφορά όλες τις εποχές. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η συγγραφέας, όπως μας πληροφορεί στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, έμεινε πραγματικά στο πανδοχείο αυτό (που ακόμα στέκει στην Κορνουάλη):

«Η Ταβέρνα της Τζαμάικας, ησυχαστήριο ζεστό και φιλόξενο, στέκει ως τα σήμερα, πάνω στον δρόμο που ενώνει τον Μπόντμιν με το Λόνσεστον. Στην ιστορία που ακολουθεί, τη φαντάστηκα όπως ίσως να ήταν πάνω από εκατόν είκοσι χρόνια πριν. Και, παρόλο που τα τοπωνύμια μέσα στο βιβλίο είναι τα πραγματικά, τα πρόσωπα και τα γεγονότα που περιγράφω είναι εντελώς φανταστικά.»

stormy coast
© Benjamin Sloth

Λίγα λόγια για την ιστορία:


Όταν μένει ορφανή από γονείς, η εικοσιτριάχρονη Μαίρη Γέλαν πηγαίνει στην Κορνουάλη, για να ζήσει με τη μοναδική συγγενή της, την αδελφή της μητέρας της, την Πάσιενς. Η θεία της μένει με τον σύζυγό της, τον Τζος Μέρλιν, στη μέση του πουθενά, σε ένα πανδοχείο, το πανδοχείο της Τζαμάικας, περικυκλωμένο από βάλτους, πολύ κοντά στις ακτές της Κορνουάλης. Ήδη από την πρώτη συνάντηση με τον θείο της Τζος, η Μαίρη συνειδητοποιεί ότι ο άνθρωπος αυτός είναι εξαιρετικά επικίνδυνος, μέθυσος και κακός, ενώ η θεία της από τις κακουχίες και την κακομεταχείριση έχει μετατραπεί σε σκιά του εαυτού της και από πρόσχαρη και χαμογελαστή έχει γίνει μια δυστυχισμένη και φοβισμένη γυναίκα που περνάει μια εξωφρενικά δύσκολη καθημερινότητα, όπου η βία, σωματική και ψυχολογική, που ασκείται σε αυτήν από τον Τζος είναι ασύλληπτη. Από τις πρώτες μέρες η νεαρή κοπέλα συνειδητοποιεί ότι η θεία της έχει τόσο αλλάξει που πια δεν έχει γυρισμό, ενώ αντιλαμβάνεται μέρα με τη μέρα ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά σε αυτό το πανδοχείο, που δεν επισκέπτεται άνθρωπος.

«Ένιωσε παγιδευμένη εκεί, σαν πουλί στην ξόβεργα, και καταλάβαινε ότι, όσο κι αν αγωνιζόταν, δεν επρόκειτο ποτέ της να ξεφύγει. Αν ήθελε την ελευθερία της, έπρεπε να φύγει αυτή τη στιγμή, να πηδήσει από το παράθυρο και να τρέξει σαν τρελή κατά τη δημοσιά που στριφογύριζε σαν φίδι μέσα στους βάλτους. Αύριο θα ήταν πολύ αργά.»

Αρχίζει να εξερευνά τους βάλτους της περιοχής και στ’ αυτιά της ήδη φτάνουν οι φήμες για τον θείο της. Και παρόλο που ο Τζος την προειδοποιεί να μη μπερδεύεται στις δουλειές του, κυρίως όταν θα ακούει άμαξες τα βράδια να καταφθάνουν στο πανδοχείο, η Μαίρη, φιλοπερίεργη και γενναία, κάνει το ακριβώς αντίθετο. Οι αποκαλύψεις για τον θείο της και τις «δουλειές» του είναι τρομακτικές. Ο αναγνώστης παρακολουθεί μαζί με τη Μαίρη ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι ένας απλός ληστής ή λαθρέμπορος. Το βιβλίο είναι εξαιρετικά βίαιο σε κάποια σημεία. Και κάπου εδώ σταματάω με την πλοκή.

© EdBear

Η «Ταβέρνα της Τζαμάικας» είναι ένα βιβλίο που έχει στο κέντρο του το κακό, την κακοποίηση και τη βία σε όλες της τις εκφάνσεις, ξεκινώντας από την ενδοοικογενειακή και καταλήγοντας σε μαζικές δολοφονίες αθώων ανθρώπων με σκοπό το κέρδος. Είναι παράλληλα και μια λογοτεχνική σπουδή στον αλκοολισμό και στις καταστροφικές για τους άλλους και αυτοκαταστροφικές του συνέπειες. Φυσικά, υπάρχει και ο έρωτας, η όμορφη παιδική ζωή και οι αναμνήσεις της, ο δεσμός με τη φύση και τη γενέθλια γη που λειτουργούν σαν οξυγόνο σε συνθήκες ασφυξίας, η περιπέτεια και οι απανωτές ανατροπές. Η Κορνουάλη δε είναι από μόνη της μια πρωταγωνίστρια, ένας ολοζώντανος χαρακτήρας, ενώ οι περιγραφές του τοπίου και των φυσικών φαινομένων είναι αριστοτεχνικές. Και φυσικά η «Ταβέρνα της Τζαμάικας», το ίδιο το οίκημα είναι ένας σκιώδης χαρακτήρας που μιλάει στη Μαίρη μέσα από τα τριξίματα στις σκάλες, θέλοντας να της εξομολογηθεί όλα αυτά που έχει δει και έχει ακούσει (κάτι αντίστοιχο βρίσκουμε και με το Manderley στο «Ρεβέκκα»). Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγάλος Χίτσκοκ βρήκε στα έργα της όλα όσα έψαχνε σε ατμοσφαιρικές ιστορίες, για να δημιουργήσει τα γνωστά αριστουργήματά του.


«Τί είναι λοιπόν η «Ταβέρνα της Τζαμάικας»; Ένα μοναδικό γοτθικό (και ρομαντικό) μυθιστόρημα, ένα ψυχολογικό θρίλερ, ένα ιστορικό, επίσης, μυθιστόρημα (η πραγματικότητα στην Κορνουάλη σχετικά με το λαθρεμπόριο τον 19ο αιώνα είναι αυτή ακριβώς που περιγράφει η συγγραφέας), ένα περιπετειώδες βιβλίο με συνεχείς ανατροπές και αυξανόμενη σταδιακά αγωνία.» 


«Ήξερε πως ποτέ πια δεν θα μπορούσε να ανέβει εκείνες τις σκάλες, ούτε να διαβεί το άδειο πλατύσκαλο. Ό,τι υπήρχε πάνω και πέρα από εκείνη έπρεπε να μείνει εκεί, αδιατάραχτο. Ο θάνατος είχε σκεπάσει το σπίτι τη νύχτα αυτή, και το αποτρόπαιο πνεύμα του πλανιόταν ακόμα στον αέρα. Ένιωθε τώρα ότι αυτό ήταν που περίμενε και που φοβόταν πάντα η Ταβέρνα της Τζαμάικας. Οι τοίχοι που έσταζαν υγρασία, οι σανίδες που έτριζαν, οι ψίθυροι που πλανιόνταν και τα βήματα που δεν είχαν πρόσωπα: αυτά όλα ήταν το σήμα κινδύνου ενός σπιτιού που ένιωθε να απειλείται εδώ και πολύν καιρό. […] Φοβόταν τον πανικό, πιο πολύ από κάθε τι άλλο. Φοβόταν το ουρλιαχτό που αγωνιζόταν να ελευθερωθεί από τα χείλη, τα βήματα που σκόνταφταν στα τυφλά και το απελπισμένο χτύπημα χεριών που σπρώχνουν τον αέρα για να βρουν διέξοδο. Φοβόταν πως θα την κυρίευε, με την καταστροφική του ορμή. Και τώρα που η πρώτη έξαψη της ανακάλυψης είχε περάσει, ήξερε ότι ο πανικός θα μπορούσε να σκαρφαλώσει πάνω της και να τη σφίξει, ώσπου να την πνίξει. Τα χέρια της δεν θα βαστούσαν πια, το κερί θα έπεφτε από τα δάχτυλά της. Τότε, θα ήταν ολομόναχη και θα την κατάπινε το σκοτάδι. Η ακατανίκητη επιθυμία να το βάλει στα πόδια την κυρίεψε και εκείνη την απόδιωξε. Οπισθοχώρησε από το χολ προς τον διάδρομο. Η φλόγα του κεριού τρεμόπαιζε με το ρεύμα του αέρα, και όταν έφτασε στην κουζίνα και είδε την πόρτα ακόμα ανοιχτή προς τον κήπο, η ηρεμία της την εγκατέλειψε και έτρεξε στα τυφλά από την πόρτα στον κρύο ελεύθερο αέρα της αυλής, μ’ένα αναφιλητό πνιγμένο στο λαιμό της, και τα χέρια της ανοιχτά να σέρνονται πάνω στον πέτρινο τοίχο, καθώς έστριβε τη γωνιά του σπιτιού.»

Τί είναι λοιπόν η «Ταβέρνα της Τζαμάικας»; Ένα μοναδικό γοτθικό (και ρομαντικό) μυθιστόρημα, ένα ψυχολογικό θρίλερ, ένα ιστορικό, επίσης, μυθιστόρημα (η πραγματικότητα στην Κορνουάλη σχετικά με το λαθρεμπόριο τον 19ο αιώνα είναι αυτή ακριβώς που περιγράφει η συγγραφέας), ένα περιπετειώδες βιβλίο με συνεχείς ανατροπές και αυξανόμενη σταδιακά αγωνία.

Τέλος, ειδική μνεία χρειάζεται για το εξαιρετικό και σκοτεινό εξώφυλλο και την πολύ καλή μετάφραση. A must must -read! 

© Krzysztof Cuber







  

Daphne du Maurier


Η συγγραφέας


Γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1907 και πέθανε στην Κορνουάλη, όπου και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Έγραψε τριάντα τέσσερα βιβλία, δεκαεπτά μυθιστορήματα και πολλά διηγήματα. Η μεγάλη επιτυχία ήρθε με το «Ρεβέκκα» (Καστανιώτης), το οποίο έγινε ταινία από τον Χίτσκοκ, όπως επίσης και η «Η ταβέρνα της Τζαμάικα» (Παπαδόπουλος) και τα «Πουλιά». Το «Μετά τα μεσάνυχτα» έγινε ταινία από τον Νίκολας Ρεγκ με τίτλο «Don’t look now» (όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος της νουβέλας) με πρωταγωνιστές τους Ντόναλντ Σάδερλαντ και την Τζούλι Κρίστι (να το δείτε οπωσδήποτε, αφού είναι από τις ελάχιστες φορές όπου η ταινία επάξια συναγωνίζεται το ίδιο το βιβλίο). Το 1969 τιμήθηκε με τον τίτλο της Λαίδης (DBE, Dame Commander of the Order of the British Empire). Άλλα βιβλία της που κυκλοφορούν στη χώρα μας: To σπίτι της όχθης (Καστανιώτης), Έρχεται κακοκαιρία (Μελάνι), Η παλίρροια του Σεπτέμβρη (Αιγόκερως), Οι μπλε φακοί (Αιγόκερως), Η εξαδέλφη μου Ραχήλ (Παπαδόπουλος), Η ταβέρνα της Τζαμάικα (Παπαδόπουλος), Τα πουλιά. Φίλησέ με πάλι άγνωστε (Αιγόκερως).

Jamaica Inn
© By Lost Penguin (Wendy) - Flickr, CC BY-SA 2.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=12452661


To trailer της μίνι-σειράς από το BBC:





Εξώφυλλα απ'όλο τον κόσμο










Έγραψαν για το βιβλίο: 


  1. http://www.huffingtonpost.gr/calliope-kritikou/-daphne-du-maurier_b_15379576.html
  2. http://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=PPG1386_2692
  3. http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26513&subid=2&pubid=114485892
  4. https://www.theguardian.com/books/2014/apr/19/julie-myerson-daphne-du-maurier-jamaica-inn 

Ετικέτες , ,